- οκλαδόν
- (Α ὀκλαδόν)επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστάνεοελλ.με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ-αδόν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀκλαδόν — with bent hams indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκλάζω — (I) ἀποκλάζω (Α) κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κλάζω «κράζω»]. (II) ἀποκλάζω (Α) κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + οκλάζω «κάθομαι οκλαδόν»] … Dictionary of Greek
μετοκλάζω — (Α) (για δειλό πολεμιστή που κάθεται σε ενέδρα) αλλάζω θέση καθώς κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὀκλάζω «κάθομαι οκλαδόν»] … Dictionary of Greek
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
ανακλαδίζομαι — 1. εκτείνω τα μέλη τού σώματος μου ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή αδιαθεσίας, τεντώνομαι 2. κάθομαι οκλαδόν, σταυροπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κλαδίζομαι < κλαδί. ΠΑΡ. ανακλάδισμα, ανακλαδισμός, ανακλαδιστός] … Dictionary of Greek
ανακλάδισμα — το [ανακλαδίζομαι] 1. έκταση τών μελών τού σώματος ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή ασθένειας, τέντωμα 2. κάθισμα σε στάση οκλαδόν, σταυροπόδι … Dictionary of Greek
ανακλαδιστός — ή, ό [ανακλαδίζομαι] αυτός που κάθεται οκλαδόν, σταυροπόδι … Dictionary of Greek
ανακούρκουδα — και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ. 1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. οκλαδόν 3. ύπτια, ανάσκελα 4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ.,… … Dictionary of Greek
διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος … Dictionary of Greek
ενοκλάζω — ἐνοκλάζω (Α) [οκλάζω] (για σκύλο) κάθομαι οκλαδόν, γονατιστά, κάθομαι στα πίσω πόδια … Dictionary of Greek